- αγκαλίζω
- (Α ἀγκαλίζομαι)αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι1| νεοελλ. παλεύω με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκάλη.ΠΑΡ. νεοελλ. αγκάλιστρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκαλίζω — ἀγκαλίζομαι embrace pres subj act 1st sg ἀγκαλίζομαι embrace pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… … Dictionary of Greek
αγκάλιστρος — ο [αγκαλίζω] μακριά ράβδος, διχαλωτή στο ένα άκρο της, ενώ στο άλλο φέρει μία ή περισσότερες κεραίες, πάνω στις οποίες τυλίγουν το νήμα από το αδράχτι (κν. τυλιγάδι) … Dictionary of Greek
αγκαλιστήρι — το [αγκαλίζω] είδος αγκάλιστρου*, κατά τι μεγαλύτερο από αυτόν … Dictionary of Greek
ԳԳՈՒԵՄ — (եցի.) NBH 1 0533 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 9c, 10c ն. ἁγκαλίζω, ἁγκαλίζομαι, παρακαλέω Ulnis amplector, in ulnis gesto, recreo , τηθηνέω nutrio, foveo Ի գոգն կամ ʼի գիրկս փայփայել. սիրով գրկել. ողջագուրել. տածել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)